αιμωδία

αιμωδία

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αιμωδία" в других словарях:

  • αἱμωδία — αἱμωδίᾱ , αἱμωδία sensation of having the teeth set on edge fem nom/voc/acc dual αἱμωδίᾱ , αἱμωδία sensation of having the teeth set on edge fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αἱμωδίᾱ , αἱμωδιάω have the teeth set on edge pres imperat act 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμωδίᾳ — αἱμωδίᾱͅ , αἱμωδία sensation of having the teeth set on edge fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιμωδία — Μερική ή ολική απώλεια αίσθησης σε ένα μέρος του σώματος, η οποία είναι αποτέλεσμα παρεμβολής στη διάβαση ερεθισμάτων κατά μήκος των αισθητηρίων νεύρων. * * * η (Α αἱμωδία) νεοελλ. τοπικό ή γενικό μούδιασμα (κν. μούδιασμα, μυρμήγκιασμα) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αἱμωδιᾷ — αἱμωδιάω have the teeth set on edge pres subj mp 2nd sg αἱμωδιάω have the teeth set on edge pres ind mp 2nd sg (epic) αἱμωδιάω have the teeth set on edge pres subj act 3rd sg αἱμωδιάω have the teeth set on edge pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμωδίας — αἱμωδίᾱς , αἱμωδία sensation of having the teeth set on edge fem acc pl αἱμωδίᾱς , αἱμωδία sensation of having the teeth set on edge fem gen sg (attic doric aeolic) αἱμωδίᾱς , αἱμωδιάω have the teeth set on edge imperf ind act 2nd sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμωδίαν — αἱμωδίᾱν , αἱμωδία sensation of having the teeth set on edge fem acc sg (attic doric aeolic) αἱμωδίᾱν , αἱμωδιάω have the teeth set on edge imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) αἱμωδίᾱν , αἱμωδιάω have the teeth set on edge imperf ind act 1st… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμωδιάσουσι — αἱμωδιά̱σουσι , αἱμωδιάω have the teeth set on edge aor subj act 3rd pl (attic epic doric) αἱμωδιά̱σουσι , αἱμωδιάω have the teeth set on edge fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) αἱμωδιά̱σουσι , αἱμωδιάω have the teeth set on… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμωδιάσουσιν — αἱμωδιά̱σουσιν , αἱμωδιάω have the teeth set on edge aor subj act 3rd pl (attic epic doric) αἱμωδιά̱σουσιν , αἱμωδιάω have the teeth set on edge fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) αἱμωδιά̱σουσιν , αἱμωδιάω have the teeth set… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμωδιᾶν — αἱμωδία sensation of having the teeth set on edge fem gen pl (doric aeolic) αἱμωδιάω have the teeth set on edge pres part act masc voc sg (doric aeolic) αἱμωδιάω have the teeth set on edge pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) αἱμωδιάω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμωδιάσαι — αἱμωδιά̱σᾱͅ , αἱμωδιάω have the teeth set on edge pres part act fem dat sg (doric) αἱμωδιά̱σαῑ , αἱμωδιάω have the teeth set on edge aor opt act 3rd sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμωδιάσαντας — αἱμωδιά̱σαντας , αἱμωδιάω have the teeth set on edge aor part act masc acc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»